- κιρκέα
- (Circaea). Γένος φυτών της οικογένειας των οναγριδών (δικοτυλήδονα). Το γένος αυτό αριθμεί τρία είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, των μεσημβρινών ασιατικών χωρών, της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Νότιας Αμερικής. Η κ. είναι ποώδες, πολυετές φυτό, με αντίθετα φύλλα και χαρακτηριστικά διπέταλα άνθη, απλά ή οργανωμένα σε σταχυόμορφες ταξιανθίες. Το χρώμα τους είναι λευκό ή ελαφρώς ρόδινο. Ο καρπός τους έχει αχλαδοειδές ή ροπαλοειδές σχήμα και περιβάλλεται από πυκνό κάλυμμα με αγκιστροειδή σκληρά τριχίδια, τα οποία στρέφονται προς τα κάτω. Το πιο διαδεδομένο είδος είναι η κ. η αλπική, η οποία φυτρώνει σε υγρά και ελώδη δάση, κυρίως όμως σε δάση όπου κυριαρχούν τα έλατα και οι σκλήθρες. Η κ. καλλιεργείται και ως καλλωπιστικό φυτό.
Dictionary of Greek. 2013.